- (ε)τοιμόγεννος
- η , ο 1. собирающийся родить;2. (η ) роженица
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ετοιμόγεννος — και τοιμόγεννος, η, ο (Μ ἑτοιμόγεννος, η, ον) (για γυναίκες και θηλ. ζώα) η έτοιμη να γεννήσει, η επίτοκη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + γεννος (< γέννα), πρβλ. καλό γεννος] … Dictionary of Greek